- εξακούμαι
- ἐξακοῡμαι, -έομαι (Α)1. θεραπεύω εντελώς2. αποζημιώνω3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ' ἐξακεῑσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.)4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.)5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ' ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῡμαι», Ξεν.)6. (για ύφασμα) μπαλώνω («οἱ μὲν τὰ ὑποδήματα ἐργαζόμενοι τὰ παλαιὰ καὶ τὰ ἱμάτια ἐξακούμενοι», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + ακούμαι < άκος «γιατρικό»].
Dictionary of Greek. 2013.